συσπειρώνομαι

συσπειρώνομαι
συσπειρώνομαι, συσπειρώθηκα, συσπειρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρασπειρώμαι — άομαι, Α συσπειρώνομαι, κείμαι κουλουριασμένος κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπειρῶμαι «συσπειρώνομαι, τυλίγομαι» (πρβλ. συ σπειρώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • αναδιπλώνω — (Α ἀναδιπλῶ, όω) 1. διπλώνω, τυλίγω, συμπτύσσω 2. παθ. α) γίνομαι διπλός, διπλασιάζομαι β) συμπτύσσομαι, συσπειρώνομαι, συμμαζεύομαι αρχ. (στη Γραμμ.) αναδιπλασιάζω, εφαρμόζω αναδιπλασιασμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + διπλῶ, ώνω. ΠΑΡ. αναδίπλωση ( ις)] …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • ενσπειρώμαι — ἐνσπειρῶμαι, άομαι (Α) [σπειρώμαι] συσπειρώνομαι, περιτυλίγομαι …   Dictionary of Greek

  • περιείλω — και περιειλῶ, έω και περιίλλω Α περιτυλίγω, περιδένω (α. «περὶ τοὺς πόδας τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», Ξεν.) β. «τῷ αὐτοῡ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», Λουκιαν.) 2. κατασκευάζω αψίδα, θόλο γύρω και πάνω από κάτι… …   Dictionary of Greek

  • περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… …   Dictionary of Greek

  • σπειρώμαι — άομαι, ΝΑ [σπεῑρα] συστρέφομαι, περιελίσσομαι, συσπειρώνομαι («δράκοντα... ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῑον», Παυσ.) αρχ. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἐσπειραμένος (για λόγο) αυτός που περιέχει φραστικούς ελιγμούς …   Dictionary of Greek

  • συνθέω — Α 1. τρέχω μαζί με κάποιον 2. τρέχω προς το ίδιο σημείο 3. (για γραμμές) συναντώμαι στο ίδιο σημείο 4. (για μυς) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι 5. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι β) (για πράγματα) εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι («οὐχ ἡμῑν… …   Dictionary of Greek

  • ελίσσομαι — ελίχτηκα 1. στρέφομαι γύρω από ένα κέντρο, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι: Το φίδι ελίσσεται. 2. κάνω ελιγμούς, διαγράφω στην κίνησή μου αλλεπάλληλες καμπύλες. 3. (στο στρατό), κινούμαι με ελιγμούς για άμυνα ή επίθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”